λεπύριον

Revision as of 11:15, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

τό, small husk, thin peel, etc., Hp.Nat.Puer.22, Arist.HA546b20, Theoc.5.95; egg-shell, Hp.Nat.Puer.13.

German (Pape)

[Seite 32] τό, dim. von λέπυρον, kleine Hülfe, Theocr. 5, 95; Schale, Arist. H. A. 5, 15; von Eierschalen, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite enveloppe de fruit :
1 petite cosse;
2 petite écale;
3 petite coque (d'œuf).
Étymologie: λέπυρον.

Russian (Dvoretsky)

λεπύριον: (ῡ) τό тонкая оболочка, скорлупка Arst., Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

λεπύριον: [ῡ], τό, ὑποκορ. τοῦ λέπυρον, μικρὸς φλοιός, λεπτὸς φλοιός, «τσῶφλι», κτλ., Ἱππ. 242. 27, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 15, 2, Θεόκρ. 5. 95.

Greek Monolingual

λεπύριον, τὸ (Α) λέπυρον
1. λεπτός φλοιός, λεπτή φλούδα
2. κέλυφος («ᾠοῦ ὠμοῦ τὸ ἔξω λεπύριον», Ιπποκρ.).

Greek Monotonic

λεπύριον: [ῡ], τό, υποκορ. του λέπυρον, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λεπύ¯ριον, ου, τό, [Dim. of λέπυρον, Theocr.]