ἀρτυτικός
English (LSJ)
ἀρτυτική, ἀρτυτικόν, fit for dressing, seasoning, Sch.Ar. Eq.894: ἀρτυτικόν, τό, spice, Sammelb.5224.50.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
condimenticio Sch.Ar.Eq.894
•subst. τὸ ἀρτυτικόν condimento, SB 5224.50.
German (Pape)
[Seite 363] zum Zubereiten der Speisen, Würzen gehörig.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτῡτικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς ἄρτυσιν, «σίλφιον, ῥίζα κατά τινας ἡδύοσμος ἐν Λιβύῃ γινομένη ἀρτυτικὴ καὶ θεραπευτικὴ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 894.