ἡδύοσμος
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ἡδύοσμον,
A sweet-smelling, fragrant, στρώματα Ar.Fr.695.
II ἡδύοσμον, τό = μίνθη, green mint, Mentha viridis, Thphr.HP7.7.1, Str.8.3.14; ἡδύοσμον ἄγριον = wild mint, Mentha longifolia, Dsc.3.34. [As trisyll., AP11.413 (Ammian.).]
German (Pape)
[Seite 1154] angenehm riechend, Ar. frg. 116; Ammian. 20 (XI, 413); τὸ ἡδύοσμον, Gartenmünze, ein wohlriechendes Kraut, Strab. VIII, 344; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
ἡδύοσμος: II ὁ бот. душистая мята Arst.
душистый, благовонный, пахучий (στρώματα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύοσμος: -ον, ἔχων ἡδεῖαν ὀσμήν, εὔοσμος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 116· πρβλ. ἡδύοδμος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ἡδύοσμος, ὁ, δυόσμος ἢ γυόσμος = καλμίνθη, Ἀριστ. Φυτ. 1. 7, 1, Διοσκ. 3. 41, πρβλ. Στράβωνα 344· ὡσαύτως ἡδύοσμον, τό, Θεόφρ. Ι. Φ. 7. 7, 1. Ὡς τρισύλλ., Ἀνθ. Π. 11. 413.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἡδύοσμος, -ον)
1. αυτός που έχει γλυκιά, ευχάριστη οσμή, ο εύοσμος
2. (το ουδ. ή το αρσ. ως ουσ.) τὸ ἡδύοσμον ἡ ὁ ἡδύοσμος
το φυτό μίνθη, κν. δυόσμος («εἰς κηπαίαν μίνθην μεταβαλεῖν, ἥν τινες ἡδύοσμον καλοῦσι», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ- + -οσμος < οσμή (πρβλ. δύσοσμος, εύοσμος)].
French (New Testament)
ος, ον
à l'odeur agréable
ἡδύς, ὀσμή
French (New Testament)
ου (ὁ) menthe de jardin (plante)
ἡδύοσμος
Translations
Arabic: نَعْنَاع مُدَبَّب; Bulgarian: градинска мента; Chinese Mandarin: 荷蘭薄荷, 荷兰薄荷, 留蘭香, 留兰香; Czech: máta klasnatá; Danish: grøn mynte; Faroese: aksmynta; Finnish: viherminttu; French: menthe verte; Galician: menta, hortelá; German: grüne Minze; Greek: δυόσμος; Ancient Greek: ἡδύοσμον; Hungarian: fodormenta; Irish: cartlainn gharraí; Italian: menta romana, mentastro verde, menta crispa; Japanese: スペアミント; Laz: სარილუღიჲ ჭამი; Manx: mynthey gharagh; Norman: menthe dé gardîn; Polish: mięta zielona; Portuguese: hortelã verde; Russian: мята колосистая, мята садовая; Spanish: hierbabuena; Turkish: kıvırcık nane, eşek nanesi