μυσακτέον
English (LSJ)
one must abominate, f.l. in Antyll. or Heliod. ap. Orib.50.3.9 (leg. ἐναίμως ἀκτέον).
Greek (Liddell-Scott)
μῠσακτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ μυσάττεσθαι, Ὀρειβάσ. σ. 183 Mai.
one must abominate, f.l. in Antyll. or Heliod. ap. Orib.50.3.9 (leg. ἐναίμως ἀκτέον).
μῠσακτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ μυσάττεσθαι, Ὀρειβάσ. σ. 183 Mai.