ἀττάκης

Revision as of 11:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἀττάκου, ὁ, a kind of locust, LXX Le.11.22 (ἀττακύς Al. ibid.): —also ἄττακος, ὁ, Aristeas 145, Ph.1.85.

Spanish (DGE)

ἀττάκης, -ου, ὁ
• Alolema(s): tb. ἄττακος Aristeas 145; ἀττακός Ph.1.85
entom. cierta langosta LXX Le.11.22, Aristeas l.c., Ph.l.c.

German (Pape)

[Seite 389] ὁ, eine Heuschreckenart, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

ἀττάκης: -ου, ὁ, εἶδος ἀκρίδος ἐχούσης κεφαλὴν λείαν καὶ συχναζούσης εἰς πετρώδη μέρη, πιθαν. λέξις Χαλδαϊκὴ σημαίνουσα τὸν καταβιβρώσκοντα, καὶ ταῦτα φάγεσθε ἀπ’ αὐτῶν τὸν βροῦχον καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ, καὶ τὸν ἀττάκην καὶ τὰ ὅμοια αὐτῷ Ἑβδ. (Λευ. ια΄, 23), ἴδε Sturz Διαλ. Μακ. σ. 70· ― παρὰ Φίλωνι (1. 85) καὶ ἄττακος· ― Πρβλ. ἀττέλαβος.

Greek Monolingual

ἀττάκης και ἄττακος και ἀττακύς, ο (Α)
είδος ακρίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το αττέλαβος].

Frisk Etymological English

-ου
Grammatical information: m.
Meaning: kind of locust (LXX)
Other forms: Also ἀττακύς (LXX), ἄττακος m. (Aristeas, Ph.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin]
Etymology: Unknown. Loan word, from the orient, or from the substr? Cf. ἀττέλαβος. S. Gil, Insectos 238.

Frisk Etymology German

ἀττάκης: -ου
{attákēs}
Forms: und ἀττακύς (LXX), ἄττακος m. (Aristeas, Ph.).
Grammar: m.
Meaning: Art Heuschrecke.
Etymology: Unerklärt. Vgl. zu ἀττέλαβος.
Page 1,182