ἐπισεσυρμένως
English (LSJ)
(ἐπισύρω ΙΙ) carelessly, perfunctorily, Epict.Ench. 31, Simp. in eund.p.53 D., EM191.34.
German (Pape)
[Seite 976] (vom partic. perf. pass. von ἐπισύρω), fahrlässig, leichtsinnig, im Gegensatz von κατὰ τὴν προσήκουσαν ἀκρίβειαν, Schol. Ar. Ran. 1545; Clem. Al.; neben ἀμελῶς, im Gegensatz von καθαρῶς, Epict. Enchir. 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισεσυρμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἐπισύρω, ὀκνηρῶς, νωχελῶς, ἀμελῶς, Ἐπίκτ. Ἐγχείρ. 31, Κλήμ. Ἀλ. 958.
Greek Monolingual
ἐπισεσυρμένως (Α)
(επίρρ. από τη μτχ. παθ. παρακμ. του επισύρω) αμελώς, με αδιαφορία, με οκνηρία.