επισύρω

From LSJ

πατρίς, ὡς ἔοικε, φίλτατον βροτοῖς → Homini, ut videtur, patria res dulcissima est → Die Heimat ist der Menschen Liebstes, wie es scheint

Menander, Monostichoi, 216

Greek Monolingual

(AM ἐπισύρω) σύρω
σέρνω προς το μέρος μου, προκαλώ («επέσυρε τον θαυμασμό, την αγανάκτηση»)
μσν.
1. παρασύρω
2. μέσ. ἐπισύρομαι
φέρνω προς το μέρος μου, αποκτώ
αρχ.
1. σέρνω πάνω στο έδαφος, καταγής
2. αργοπορώ σκόπιμα να διεκπεραιώσω κάτι
3. δείχνω διάθεση να παρεμποδίσω ή να περιπλέξω τα πράγματα
4. παθ. (για ομιλία) εκφέρομαι αργά και σε χαμηλό τόνο.