συναγυρμός

Revision as of 11:18, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὁ, bringing together, collecting, φρονήσεως Pl.Plt. 272c; τροφῆς D.H.12.1 (pl.).

German (Pape)

[Seite 996] ὁ, das Sammeln, Zusammenbringen, φρονήσεως Plat. Polit. 272 c.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συναγυρμός -οῦ, ὁ [συναγείρω] het verzamelen.

Russian (Dvoretsky)

συνᾰγυρμός:собирание, накопление (φρονήσεως Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

συνᾰγυρμός: ὁ, τὸ συναγείρειν, συναθροίζειν ἐπὶ τὸ αὐτό, συλλέγειν, συλλογή, ἄθροισις, τροφῆς Διόν. Ἁλ. Ἐκλογ. σελ. xxxi Didot.· τῆς φρονήσεως Πλάτ. Πολιτ. 272C.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. συναγερμός.