ὀνοθήρας
English (LSJ)
ὁ, and ὀνόθουρις, ἡ, oleander, Nerium oleander, Thphr. HP 9.19.1, Dsc.4.117.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοθήρας: ὀνοθουρίς, ἴδε οἰνοθήρας.
Greek Monolingual
ὀνοθήρας, ὁ, θηλ. ὀνόθουρις (Α)
το φυτό νέριο ή ροδοδάφνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. και ονάγρα].