Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νέριο

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135

Greek Monolingual

και νήριο, το (Α νήριον)
βοτ. γένος δικότυλων φυτών με ένα μόνο πολύμορφο είδος, το Nerium oleander, γνωστό ως ροδοδάφνη, πικροδάφνη, λέαντρος, που είναι αειθαλής θάμνος ή δενδρύλλιο και φυτρώνει στις όχθες ποταμών και ρυακιών ή καλλιεργείται σε πλατείες, πάρκα κ.α. για καλλωπιστικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νήριον παράγεται από τη λ. νηρόν «δροσερό» λόγω του ότι το φυτό αυτό ευδοκιμεί κοντά σε ρυάκια. Η λ., ως νεοελλ. όρος, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. nerium < λατ. nerium < νήριον.