φιλοσκώπτης
English (LSJ)
φιλοσκώπτου, ὁ, = φιλοσκώμμων, Arist.VV1251a19, Chrysipp.Stoic.3.199, Plu.Brut.29, Sext.Sent. 278.
German (Pape)
[Seite 1285] ὁ, = φιλοσκώμμων; Arist. virt. bei Stob. Floril. 1, 9; Ath. XIV, 616; Plut. Dem. et Cic. 1.
Russian (Dvoretsky)
φιλοσκώπτης: Arst., Plut. = φιλοσκώμμων.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοσκώπτης: -ου, ὁ, = φιλοσκώμμων, Ἀριστ. περὶ Ἀρετ. κ. Κακ. 6, 5, Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 616Β, Πλούτ., κλπ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
φιλοσκώμμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + σκώπτης (< σκώπτω)].