ἀντερωτάω

Revision as of 11:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

question in turn, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾷς; Pl.Euthd. 295b, cf. Aeschin.3.226, Aen.Tact.24.16, Plu.Cor.18.

Spanish (DGE)

1 preguntar a su vez ἐρωτώμενος ἀντερωτᾷς; Pl.Euthd.295b, σαυτὸν δ' οὐκ ἀντερωτᾷ τίς ἂν εἴη Aeschin.3.226, ἐκείνων δὲ πάλιν ἀτερωτώντων Plu.Cor.18, ἀντηρώτησε «τίνι με δεῖ εἰπεῖν» ...; Plu.2.236d, ὑπὲρ τοῦ μὴ ἀντιλογῆσαι ἀντηρώτησεν Origenes Comm.in Mt.17.1
en v. pas. ἀντερωτηθεὶς (ἀποκρίνεται) Ποσειδῶν Aen.Tact.24.16.
2 argumentar en contra, refutar πάρεστι δὲ ... καὶ τὰς ἄλλας ἀπορίας τὸν ἀντερωτῶντα ... προσάγειν S.E.M.7.435.

German (Pape)

[Seite 247] dagegen fragen; eine Frage erwidern, Plat. Euthyd. 295 b; Plut. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
interroger à son tour.
Étymologie: ἀντί, ἐρωτάω.

Russian (Dvoretsky)

ἀντερωτάω: спрашивать в свою очередь Plut.: ἐρωτώμενος ἀ. Plat. на вопрос отвечать вопросом.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντερωτάω: ὡς καὶ νῦν, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν Πλάτ. Εὐθύδ. 295Β· πρβλ. Πλουτ. Κορ. 18. Ἐντεῦθεν, ῥηματ. ἐπίθ. ἀντερωτητέον, δεῖ ἀντερωτᾶν, τινά τι Κλήμ. Ἀλ. 919: - καὶ ἐπίρρ. ἀντερωτηματικῶς, κατ’ ἀντερώτησιν, ἐκ τοῦ Θεοδ. Στουδ.

Greek Monotonic

ἀντερωτάω: μέλ. -ήσω, ρωτώ με τη σειρά μου, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν, σε Πλάτ.

Middle Liddell


to question in turn, ἐρωτώμενος ἀντερωτᾶν Plat.