ζευκτικός

Revision as of 11:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ζευκτική, ζευκτικόν, = εὐναῖος, of Aphrodite, Sch.Opp.H.4.156; = ζευκτήριος, ἡνίαι Glossaria.

Greek Monolingual

ζευκτικός, -ή, -όν (Α) ζευκτός
1. (το θηλ. ως επίθ. της Αφροδίτης) αυτή που ενώνει στο κρεβάτι τον άντρα με τη γυναίκα
2. φρ. «ζευκτικαὶ ἡνίαι» — η ζευκτηρία, τα ζευγόλουρα.