νυκτομαχέω

Revision as of 11:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

fight by night, Plu.Cam. 36, App.BC5.35, etc.: metaph., ν. τῇ παρθένῳ ἐρωτικῶς Aristaenet.1.10.

French (Bailly abrégé)

νυκτομαχῶ :
combattre la nuit.
Étymologie: νύξ, μάχομαι.

German (Pape)

bei Nacht kämpfen; App. B.C. 5.35; Plut. Crass. 29; πρός τινα, Cam. 36.

Russian (Dvoretsky)

νυκτομᾰχέω: сражаться ночью, вести ночной бой (πρός τινα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νυκτομᾰχέω: μάχομαι κατὰ τὴν νύκτα, Πλουτ. Κάμιλλ. 36, Ἀππ. Ἐμφύλ. 5. 35, κτλ.

Greek Monotonic

νυκτομᾰχέω: (μάχομαι), μέλ. νυκτομαχήσω, μάχομαι κατά τη διάρκεια της νύχτας, σε Πλούτ.

Middle Liddell

νυκτο-μᾰχέω, fut. -ήσω μάχομαι
to fight by night, Plut.