ὁμόριος
English (LSJ)
Ion. ὁμούριος, ον, = ὅμορος, Call. Fr.185, A.R.2.379, D.P.649, etc.; for Plb.2.39.6, v. Ὁμάριος.
German (Pape)
[Seite 339] = Folgdm. Bei Pol. 2, 39, 6 Beiname des Zeus.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόριος: (по)граничный, т. е. охраняющий рубежи (эпитет Зевса) Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόριος: Ἰων. ὁμούριος, ον, = τῷ ὅμορος, Καλλ. Ἀποσπ. 185, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 379, κτλ.· ἐπίθετον τοῦ Διός, Πολύβ. 2. 39, 6.
Greek Monolingual
ὁμόριος και ιων. τ. ὁμούριος, -ον (Α) όμορος
1. όμορος, γείτονας
2. προσωνυμία του Διός («ὁμόριος Ζεύς»).