παραπολύ
English (LSJ)
Adv. by much, by far, Hp.Art.7; π. ἔλασσον Dsc.3.80: better divisim παρὰ πολύ.
German (Pape)
[Seite 495] adv. statt παρὰ πολύ, wie es auch geschrieben wird, um Vieles, bei weitem; ἡσσηθέντες, Thuc. 2, 89; βελτίων, Luc. Nigr. 13.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
Russian (Dvoretsky)
παραπολύ: adv., чаще раздельно гораздо (более) Thuc., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
παραπολύ: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν ἔτι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783· ἀλλ’ ἄμεινον διῃρημένως παρὰ πολύ, ἴδε παρὰ Γ. Ι. 5.