παραπολύ

Revision as of 11:23, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

Adv. by much, by far, Hp.Art.7; π. ἔλασσον Dsc.3.80: better divisim παρὰ πολύ.

German (Pape)

[Seite 495] adv. statt παρὰ πολύ, wie es auch geschrieben wird, um Vieles, bei weitem; ἡσσηθέντες, Thuc. 2, 89; βελτίων, Luc. Nigr. 13.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραπολύ [παρά, πολύς] meestal παρὰ πολύ, adv., zeer.

Russian (Dvoretsky)

παραπολύ: adv., чаще раздельно гораздо (более) Thuc., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

παραπολύ: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν ἔτι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 783· ἀλλ’ ἄμεινον διῃρημένως παρὰ πολύ, ἴδε παρὰ Γ. Ι. 5.

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. πάρα πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πάρα πολύ].