μαζοφάγος
English (LSJ)
[φᾰ], ον, (φαγεῖν) eating barley-bread, Id.Morb.2.48, Porph.Abst.1.47, Jul.Or. 6.198d.
Greek (Liddell-Scott)
μαζοφάγος: -ον, (φᾰγεῖν) ὁ ἐσθίων ἄρτον κρίθινον, Ἱππ. 478, 12.
Greek Monolingual
μαζοφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώγει κριθαρένιο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα «κριθαρένιο ψωμί» + -φάγος].
German (Pape)
Gerstenbrot essend, Hippocr.