τό, Dim. of θέρμος, Stud.Pal.22.75.11 (iii A.D.), Glossaria, condemned by Thom.Mag.p.183 R.
θέρμιον: τό, ὑποκορ. τοῦ θέρμος, Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 67.
θέρμιον, τὸ (ΑΜ)μσν.είδος νόσου, άφτρααρχ.μικρό λούπινο.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του θέρμος].