λούπινο
From LSJ
Greek Monolingual
και λούμπινο και λουπίνι, το, και λούπινος και λούμπινος και λούπινας, ο
1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ψυχανθή και περιλαμβάνει είδη, πολλά από τα οποία καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά, ορισμένα ως νομευτικά και άλλα ως χλωρό λίπασμα ή για τη δημιουργία χλωροταπήτων
2. ο καρπός του φυτού αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lupino < λατ. lupinum, ουδ. του lupinus, πιθ. < λόπιμον].