κολόβριον

Revision as of 11:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τό, the young of the wild swine, Ael.NA7.47; also μολόβριον Ar.Byz. ap. Eust.1817.19.

German (Pape)

[Seite 199] τό, Ferkel vom wilden Schwein, Frischling, Ael. H. A. 7, 47, Hesych.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit du sanglier, marcassin.
Étymologie: μολοβρός.

Greek (Liddell-Scott)

μολόβριον: τό, νεογνὸν ἀγρίου χοίρου, τῶν δὲ ἀγρίων ὑῶν τὰ τέκνα μολόβρια ὀνομάζουσιν Αἰλ. π. Ζ. 7. 47· ‒ Καθ᾿ Ἡσύχ.: «μολόβρια· τὰ τῶν ἀγρίων θηρίων τέκνα οὕτω καλεῖται»· ‒ ὡσαύτως κολύβριον, Ἀριστοφ. Γραμμ. παρ᾿ Εὐστ. 1817. 19. (Ἴδε ἐν λ. μολοβρός).

Greek Monolingual

μολόβριον και, κατά τον Αριστοφ. Βυζάντ., κολόβριον, τὸ (Α) μολοβρός
1. το νεογνό του αγριοχοίρου
2. (κατά τον Ησύχ.) «μολόβρια
τὰ τῶν ἀγρίων θηρία τέκνα οὕτω καλεῖται.