τετράγραμμος

Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τετράγραμμον, perhaps = τετράγωνος, ὑποβώμιον Inscr. gr.et lat. de la Syrie i 153 (Cyrrhus).

German (Pape)

[Seite 1097] mit od. von vier Linien, Sp.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράγραμμον
τα τέσσερα εβραϊκά σύμφωνα (YHWH) που συμβολίζουν το προσωπικό όνομα του θεού τών Ισραηλιτών Γιαχβέ, αλλ. τετραγράμματον
αρχ.
1. αυτός που αποτελείται από τέσσερα γράμματα, τετραγράμματος
2. πιθ. τετράγωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -γραμμος (< γράμμα), πρβλ. ὁμόγραμμος].