διαπρίζω

Revision as of 11:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

= διαπρίω, Paul.Aeg.6.18:—Pass., Sor.1.80; cf. διαπρίζει· διαπερᾷ, Hsch.

Spanish (DGE)

1 serrar τὸ πρὸς τῇ κόρῃ μέρος αὐτοῦ ὥσπερ διαπρίζοντες ὑποδείρωμεν Paul.Aeg.6.18, ξύλα Chrys.M.55.196
en v. pas. sufrir un corte διαπριζομένου τοῦ σώματος Sor.58.19, cf. D.S.4.76.
2 perforar Hsch.