διαπρίω

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπρίω Medium diacritics: διαπρίω Low diacritics: διαπρίω Capitals: ΔΙΑΠΡΙΩ
Transliteration A: diapríō Transliteration B: diapriō Transliteration C: diaprio Beta Code: diapri/w

English (LSJ)

[ρῑ],
A saw through, saw asunder, Ar.Eq.768, cj. in Aen.Tact.4.2 (cf. διαπίμπρημι); split, κύμινον Jul.Caes.312a:—Pass., Hp.VC21; -πεπρισμένα [ξύλα] SIG2587.304; διαπεπρισμένα ἡμίσε'… ὡσπερεὶ τὰ σύμβολα Eub.70: metaph., διεπρίοντο ταῖς καρδίαις Act.Ap.7.54, cf. 5.33; also εἰς πλείω δ. τὴν Παλαιστίνην Lib.Ep. 334.
II δ. τοὺς ὀδόντας gnash the teeth, Luc.Cal.24.
III διαπρίεται· διαγοράζει, μαίνεται, Hsch.

Spanish (DGE)

1 serrar χσύλον IG 13.475.61 (V a.C.), σφɛ̄κίσκον IG 13.475.261 (V a.C.), δοκούς IG 11(2).156A.60 (III a.C.), μοχλόν Aen.Tact.19.1
prov. διαπρίειν τὸν κύμινον serrar comino ref. a los muy avaros, Iul.Caes.312a, (ὁρμιάν) Plu.2.977c
fig. de un territorio dividir κἂν εἰς πλείω τις διαπρίσῃ τὴν Παλαιστίνην Lib.Ep.334, en v. pas. διαπρισθείην sea yo serrado en dos Ar.Eq.768, διαπεπρισμένα (ξύλα) IG 22.1672.304 (Eleusis IV a.C.), cf. ID 401.8 (II a.C.), διαπεπρισμένοι κατὰ τὰς ῥῖνας cortados en dos por la línea de la nariz Pl.Smp.193a, διαπεπρισμένα ἡμίσε' ... ὡσπερεὶ τὰ σύμβολα Eub.70
medic., en la trepanación perforar πολὺ θᾶσσον διαπρίεται τὸ ὀστέον el hueso se perfora mucho más deprisa Hp.VC 21.
2 hacer un ruido como de sierra, rechinar τοὺς ὀδόντας Luc.Cal.24.
3 fig. en v. med. sentir como una sierra, estar herido en lo más hondo διεπρίοντο ταῖς καρδίαις Act.Ap.7.54, cf. 5.33, τῷ φθόνῳ ἤμελλον διαπρίεσθαι Origenes Hom.12 in Lc.(p.84), cf. Cyr.Al.M.73.421C, Seuerian.Inc.251, cf. διαπρίεται· διαγοράζει, μαίνεται Hsch.

German (Pape)

[Seite 598] (s. πρίω), durchsägen, zersägen; Hippocr.; διαπεπρισμένοι κατὰ τὰς ῥῖνας Plat. Conv. 193 a; ἀπολοίμην καὶ διαπρισθείην Ar. Equ. 762; διαπεπρισμένα ἡμίσε' ἀκριβῶς Eubul. Schol. Eur. Med. 613; διαπρίειν τοὺς ὀδόντας. die Zähne zusammenknirschen, Luc. calumn. 24. – Med., eigtl. mit den Zähnen knirschen; καρδίαις, heftig zürnen. N.T., K. S.

French (Bailly abrégé)

1 scier en deux ; Pass. fig. être torturé, être en rage, être furieux, être indigné NT;
2 δ. τοὺς ὀδόντας LUC grincer des dents.
Étymologie: διά, πρίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πρίω en διαπρίζω doorzagen:; δ. τοὺς ὀδόντας tandenknarsen Luc. 15.24; overdr.: διεπρίοντο ταῖς καρδίαις αὐτῶν zij werden diep getroffen in hun hart NT Act. Ap. 7.54.

Russian (Dvoretsky)

διαπρίω: (ῑ)
1 распиливать: διαπεπρισμένοι κατὰ τὰς ῥῖνας Plat. (фигуры), распиленные по носовой линии, т. е. по профилю; διαπρισθείην Arph. пусть меня распилят на куски (комич. клятва); διαπρίεσθαι ταῖς καρδίαις NT быть в ужасе, возмущаться;
2 скрежетать (τοὺς ὀδόντας Luc.).

English (Strong)

from διά and the base of πρίζω; to saw asunder, i.e. (figuratively) to exasperate: cut (to the heart).

English (Thayer)

imperfect passive διεπριομην; to saw asuuder or in twain, to divide by a saw: Plato, conv., p. 193a.; Aristophanes eqq. 768, and elsewhere. Passive tropically, to be sawn through mentally, i. e. to be rent with vexation (A. V. cut to the heart), ταῖς καρδίαις αὐτῶν, μεγάλως ἐχαλεπαινον καί διεπρίοντο καθ' ἡμῶν, Eusebius, h. e. 5,1, 6 (15, Heinich. edition; cf. Gataker, Advers. misc. Colossians 916g.).

Greek Monolingual

διαπρίω (Α) πρίω
1. πριονίζω, κόβω (στα δύο) με πριόνι
2. διαιρώ, χωρίζω
3. τεμαχίζω
4. τρίζω τα δόντια
5. ταλαιπωρώ υπερβολικά, βασανίζω.

Greek Monotonic

διαπρίω: [ῑω], μέλ. -πριοῦμαι,
I. χωρίζω στα δύο με πριόνι, τεμαχίζω πριονίζοντας, διχοτομώ, σε Αριστοφ.· μεταφ., διεπρίοντο ταῖς καρδίαις, τρύπησαν τις καρδιές, σε Καινή Διαθήκη
II. δ. τοὺς ὀδόντας, τρίζω τα δόντια, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

διαπρίω: [ρῑ], χωρίζω εἰς δύο διὰ πρίονος, πριονίζω εἰς δύο, διαιρῶ διὰ τοῦ πρίονος, Ἱππ. Κεφ. Τρωμ. 912, Ἀριστοφ. Ἱππ. 768· διαπεπρισμέν’ ἡμίσε’ .. ὡσπερεὶ τὰ σύμβολα Εὔβουλ. Ξουθ. 1· ― μεταφ., διεπρίοντο ταῖς καρδίαις Πράξ. Ἀποστ. ζ΄, 54, πρβλ. ε΄, 53. ΙΙ. δ. τοὺς ὀδόντας, τρίζω τοὺς ὀδόντας, Λουκ. Διαβολ. 24· οὕτως ἀπολ. ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐκκλ.

Middle Liddell

fut. -πριοῠμαι
I. to saw quite through, saw asunder, Ar.:—metaph., διεπρίοντο ταῖς καρδίαις were cut to the heart, NTest.
II. δ. τοὺς ὀδόντας to gnash the teeth, Luc.

Chinese

原文音譯:diapr⋯w 笛阿-普里哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:經過-鋸
字義溯源:鋸斷,切開,激怒,惱怒;由(διά)*=通過)與(πρίζω / πρίω)=鋸為兩段)組成;而 (πρίζω / πρίω)出自(Πρίσκιλλα)X*=鋸)
出現次數:總共(2);徒(2)
譯字彙編
1) 惱怒(1) 徒7:54;
2) 就惱怒(1) 徒5:33