σκάλσις

Revision as of 11:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-εως, ἡ, (σκάλλω) hoeing, digging, Thphr. CP 3.20.6, 4.13.3.

German (Pape)

[Seite 888] ἡ, das Scharren, Schüren, Schürfen, Kratzen, Hacken, Behacken, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

σκάλσις: -εως, ἡ, (σκάλλω) σκάλισμα, σκαφή, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 2. 7, 5 (ἀλλ. ὄσκαλσις), πρβλ. σκάλισις· - ὡσαύτως σκαλεία, σκάλευσις.

Greek Monolingual

-εως, ἡ, Α σκάλλω
το σκάψιμο, το σκάλισμα.