φιλομετάβολος

Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φιλομετάβολον, fond of change, variable, φιλομετάβολόν τί ἐστιν ὁ αἰών S.E.M.1.82.

German (Pape)

[Seite 1282] Veränderung liebend, veränderlich, Sext. Emp. adv. gramm. 82.

Russian (Dvoretsky)

φιλομετάβολος: любящий или вносящий перемены, переменчивый (ὁ αἰών Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομετάβολος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν μεταβολήν, εὐμετάβολος, φιλομετάβολόν τι ἐστιν ὁ αἰὼν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 82. ― φῐλομετάβλητος, ον, Θεοδωρ. Ἐπιστ. ἐν Boiss. Ἀνεκδ. τ. 5, σ. 417.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που αρέσκεται στις μεταβολές ή αυτός που μεταβάλλεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + μετάβολος «μεταβλητός»].