ἑπταπάλαιστος

Revision as of 11:28, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

[πᾰ], ον, seven palms long, S.E.M.9.321:—early Att. ἑπταπάλαστος IG12.373.237.

German (Pape)

[Seite 1013] von sieben Handbreiten, S. Emp. adv. phys. 321.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτᾰπάλαιστος: длиной в семь палест, т. е. 5.4 м Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἑπταπάλαιστος: -ον, ἔχων μῆκος ἑπτὰ παλαιστῶν (παλαμῶν), Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 9. 321.

Greek Monolingual

ἑπταπάλαιστος, -ον (Α)
μήκους επτά παλαμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επτά + -πάλαιστος, όπως εμφανίζεται ως β’ συνθετικό το παλαστή «παλάμη»].