ὑποσχεσίη

Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, Ep. for ὑπόσχεσις, pl. in Il.13.369, A.R.2.948, Id.Fr.12.14: sg. in Call.Epigr.58.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
épq. c. ὑπόσχεσις.

Russian (Dvoretsky)

ὑποσχεσίη: ἡ эп. = ὑπόσχεσις 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποσχεσίη: ἡ, Ἐπικ. ἀντὶ ὑπόσχεσις, Ἰλ. Ν. 369, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 948, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 61, 2, κλπ.

English (Autenrieth)

= ὑπόσχεσις, pl., Il. 13.369†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(επικ. τ.) ὑπόσχεσις.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος παρλλ. τ. της λ. ὑπόσχεσις, με κατάλ. -ίη, επικ. τ. της κατάλ. -ία (πρβλ. ἔκκλησις: ἐκκλησία)].

Greek Monotonic

ὑποσχεσίη: ἡ, Επικ. αντί ὑπόσχεσις, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὑποσχεσίη, ἡ, [epic for ὑπόσχεσις, Il.]