ὑπόσχεσις
English (LSJ)
ὑποσχέσεως, ἡ, (ὑπισχνέομαι)
A undertaking, engagement, promise, οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥν περ ὑπέσταν Il.2.286; τέλεσόν μοι ὑ. ἥν περ ὑπέστης Od.10.483; τὴν ὑπόσχεσιν ἐκτελέσαι Hdt.5.35; κραίνειν A.Supp.368; ἀποδιδόναι Isoc.15.75, cf. Pl.Men.77a; ὑπόσχεσιν ἀπολαβεῖν = to receive the fulfilment of a promise, X.Smp.3.3; ἀπαιτεῖν τὰς ὑποσχέσεις = to demand their fulfilment, Arist.EN1164a17; ὑπόσχεσιν ψεύσασθαι = to fail in its performance, Aeschin.1.143; μεγάλας ποιεῖσθαι τὰς ὑποσχέσεις Isoc.4.14; ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη = was accomplished, Th.4.39; δύο ὑποσχέσεις, τὴν μὲν ἀναπρᾶξαι, τὴν δὲ αὐτὸς ἀποδοῦναι Id.2.95; ἐξ ὑποσχέσεως = according to engagement, CIG2713 (Labranda), cf. 2779 (Aphrodisias), IG4.203 (Isthmus).
II promise to pay, ὀκτὼ δραχμῶν PCair.Zen. 736.25 (iii B. C.), cf. POxy.91.11 (ii A. D.); contract to execute work, farm land, etc., ib. 1117.6 (ii A. D.), PTeb.10.7 (ii B. C.).
III profession of principles, Luc.Pisc.31.
German (Pape)
[Seite 1234] ἡ, das Versprechen, die Verheißung; Il. 2, 286. 349 Od. 10, 483; ἐγὼ δ' ἂν οὐ κραίνοιμ' ὑπόσχεσιν Aesch. Suppl. 363; ἐκπληρῶσαι ὑπόσχεσιν, das Versprechen erfüllen, Her. 5, 35; ἀποδιδόναι, Isocr. 15, 75, wie Plat. Men. 77 a u. öfter; Gegensatz ὑπόσχεσιν ψεύδεσθαι, Aesch. 1, 143; ὑπόσχεσιν ἀπολαβεῖν, Erfüllung eines Versprechens empfangen, Xen. Conv. 3, 3; ἡ ὑπόσχεσις ἀπέβη, ging in Erfüllung, Thuc. 4, 39.
French (Bailly abrégé)
ὑποσχέσεως (ἡ) :
1 promesse : ὑπόσχεσιν ποιεῖσθαι ISOCR faire une promesse ; ὑπόσχεσιν ἐκπληρῶσαι HDT remplir une promesse ; ὑπόσχεσιν τελεῖν OD, ὑπόσχεσιν ἐκτελεῖν IL accomplir une promesse;
2 déclaration, profession ; profession, genre de vie.
Étymologie: ὑπισχνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑπόσχεσις: ὑποσχέσεως ἡ
1 обещание, обязательство Hom., Her., Isocr., Plat.: ἡ ὑ. ἀπέβη Thuc. обещание было выполнено; ἀπολάβοιμι παρὰ Καλλίου τὴν ὑπόσχεσιν Xen. я бы хотел, чтобы Каллий сдержал свое слово;
2 род занятий, профессия (τὸ ἀξίωμα τῆς ὑποσχέσεως Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόσχεσις: ὑποσχέσεως, ἡ, (ὑπισχνέομαι) ὡς καὶ νῦν, τὸ ὑπισχνεῖσθαί τι, ὑπόσχεσις, οὐδέ τι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν ἥνπερ ὑπέσταν Ἰλ. Β. 286· τέλεσόν μοι ὑπ. ἥνπερ ὑπέστης Ὀδ. Κ. 483· τὴν ὑπ. ἐκπληρῶσαι Ἡρόδ. 5. 35· κραίνειν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 368· ἀποδιδόναι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 81, Πλάτ. Μένων 77Α· ὑπ. ἀπολαβεῖν, λαβεῖν τὴν ἐκπλήρωσιν ὑποσχέσεως, Ξεν. Συμπ. 3, 3· ἀπαιτεῖν τὰς ὑπ., ἀπαιτεῖν τὴν ἐκτέλεσιν αὐτῶν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 1, 4· ὑπ. ψεύδεσθαι Αἰσχίν. 20. 9· μεγάλας ποιεῖσθαι τὰς ὑπ. Ἰσοκρ. 3D· ἡ ὑπ. ἀπέβη, ἐξετελέσθη, Θουκ. 4. 39· δύο ὑποσχέσεις, τὴν μὲν ἀναπρᾶξαι, τὴν δὲ αὐτὸς ἀποδοῦναι ὁ αὐτ. 2. 95· ἐξ ὑποσχέσεως, συμφώνως πρός…, Συλλ. Ἐπιγρ. 2713, πρβλ. 1104, 2779 κ. ἀλλαχ.· πρβλ. ὑπόθεσις ΙΙΙ. 3. ΙΙ. ἐπάγγελμα (ὡς τρόπος τοῦ βίου), ὁρῶν δὲ πολλούς... διαφθείροντας τὸ ἀξίωμα τῆς ὑποσχέσεως ἠγανάκτουν Λουκ. Ἁλιεὺς 31.
Greek Monolingual
η / ὑπόσχεσις, ὑποσχέσεως, ΝΜΑ
η διαβεβαίωση ότι θα κάνει κάποιος κάτι, το να αναλαμβάνει κανείς την υποχρέωση να κάνει κάτι (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν ἔργον σοι γενέσθαι», Λουκιαν.
γ. «ἐγὼ δ' ἂν οὐ κραίνοιμ'... ὑπόσχεσιν», Αισχύλ.
δ. «οὐδέ τοι ἐκτελέουσιν ὑπόσχεσιν, ἥν περ ύπέσταν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. οτιδήποτε υποσχέθηκε να κάνει κάποιος
2. φρ. «υπόσχεση αντί καταβολής»
(αστ. δίκ.) ανάληψη από τον οφειλέτη νέας υποχρέωσης σε αντικατάσταση της αρχικά οφειλόμενης παροχής
μσν.-αρχ.
(ρητ.) προκατασκευή («ἣν οἱ μὲν φιλόσοφοι σκοπὸν λόγου καλοῦσιν, οἱ δὲ ῥήτορες προέκθεσιν καὶ ὑπόθεσιν», Ευστ.)
αρχ.
1. επάγγελμα («τἀναντία ὑμῖν ἐπιτηδεύοντας καὶ διαφθείροντας τὸ ἀξίωμα τῆς ὑποσχέσεως», Λουκιαν.)
2. υποχρέωση πληρωμής («ὑπόσχεσις ὀκτὼ δραχμῶν», παπ.)
3. σύμβαση για εκτέλεση έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὑποσχε- του ρ. ὑπισχνοῦμαι «υπόσχομαι» (πρβλ. απρμφ. αορ. β' ὑποσχέσθαι) + κατάλ. -σις (πρβλ. και σχέσις)].
Greek Monotonic
ὑπόσχεσις: -εως, ἡ (ὑπισχνέομαι),
I. εγγύηση, δέσμευση, προσυμφωνία, υπόσχεση, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· ὑπόσχεσιν ἀπολαβεῖν, λαμβάνω, δέχομαι την εκπλήρωση της υπόσχεσης, σε Ξεν.· ἀπαιτεῖν τὰς ὑποσχέσεις, απαίτηση εκπλήρωσής τους, σε Αριστ.· ὑπόσχεσιν ψεύδεσθαι, αποτυγχάνει στην εκπλήρωση, ολοκλήρωση, εκτέλεσή του, σε Αισχίν.
II. επάγγελμα (ως τρόπος, μέθοδος του βίου), σε Λουκ.
Middle Liddell
ὑπόσχεσις, εως, ὑπισχνέομαι
I. an undertaking, engagement, promise, Hom., Hdt., Attic; ὑπ. ἀπολαβεῖν to receive the fulfilment of a promise, Xen.; ἀπαιτεῖν τὰς ὑπ. to demand their fulfilment, Arist.; ὑπ. ψεύδεσθαι to fail in its performance, Aeschin.
II. a profession (as a mode of life), Luc.
English (Autenrieth)
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό ὑπισχνοῦμαι, ὅπου δές γιά παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
promissum, promise, 2.95.1, [vulgo commonly διὰ δύο ὑπ.] III, three, 4.39.3.
Translations
promise
Albanian: premtim; Arabic: وَعْد, وَعْدَة; Egyptian Arabic: وعد; Hijazi Arabic: وَعَد; Armenian: խոստում; Asturian: promesa; Azerbaijani: söz, vəd; Bashkir: вәғәҙә; Belarusian: абяцанне; Bengali: অঙ্গীকার, প্রতিশ্রুতি; Breton: promesa; Bulgarian: обещание; Burmese: ကတိ, ခံဝန်ချက်; Catalan: promesa; Chinese Mandarin: 諾言, 诺言, 答應, 答应, 許諾, 许诺, 誓言, 承諾, 承诺; Corsican: prumèssa; Czech: slib; Danish: løfte; Dutch: belofte; Esperanto: promeso; Estonian: lubadus; Ewe: ŋugbedodo; Faroese: eiti, lyfti; Finnish: lupaus; French: vœu, promesse; Galician: promesa; Georgian: დაპირება; German: Versprechen; Greek: υπόσχεση; Ancient Greek: ἐπαγγελία, ὑπόσχεσις; Hebrew: הַבְטָחָה, נֶדֶר; Hiligaynon: panaad; Hindi: वचन, शपथ, वादा, सौगन्द; Hungarian: ígéret; Icelandic: loforð; Interlingua: promissa; Irish: gealltanas; Italian: promessa, giuramento, voto; Japanese: 約束; Kazakh: уәде, уағда; Khmer: ពាក្យសន្យា; Korean: 약속(約束); Kurdish Central Kurdish: بەڵێن; Northern Kurdish: soz, ehd, belên, newîn, wad; Kyrgyz: убада; Lao: ຄຳສັນຍາ; Latin: promissum, promissio; Latvian: solījums; Lithuanian: pažadas; Low German: Verspriäken; Luxembourgish: Verspriechen, Verspriechung; Macedonian: ветување; Malay: janji; Maltese: wegħda; Manx: gialdin; Maore Comorian: wahadi; Maori: kupu taurangi; Mongolian Cyrillic: амлалт; Nepali: वचन; Norwegian Bokmål: løfte; Nynorsk: løfte; Old English: ġehāt; Pashto: واده, وعده, ژمنه; Persian: وعده قول; Piedmontese: promëssa; Polish: obietnica; Portuguese: promessa; Romanian: promisiune, legământ, făgăduială, făgăduință; Russian: обещание; Sanskrit: प्रतिज्ञा, शपथ, वचन, व्रत; Sardinian: promissa; Scots: behecht; Scottish Gaelic: gealltanas; Serbo-Croatian Cyrillic: обећање; Roman: obećánje; Sinhalese: පොරොන්දුව; Slovak: sľub; Slovene: obljuba; Somali: wacad; Spanish: promesa; Swahili: ahadi; Swedish: löfte; Tagalog: pangako; Tajik: ваъда, қавл; Tatar: вәгъдә; Telugu: ఒట్టు; Thai: คำสัญญา, คำมั่นสัญญา; Tok Pisin: promis; Turkish: söz, vaat; Turkmen: wada, söz; Ukrainian: обіцянка; Urdu: وعدہ; Uyghur: ۋەدە; Uzbek: vaʼda, soʻz; Venetian: inpromésa; Vietnamese: lời hứa; Volapük: prom; Waray-Waray: sa-ad; Welsh: addewid; Yiddish: צוזאָג