κηπευτός

Revision as of 11:29, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

κηπευτή, κηπευτόν, cultivated, grown in a garden, Dsc.3.45, Gp.12.30.7, Paul.Aeg.1.13.

Greek (Liddell-Scott)

κηπευτός: -ή, -όν, κεκαλλιεργημένος, ἐντὸς κήπου αὐξανόμενος, Διοσκ. 3. 52.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ κηπευτός, -ή, -όν) κηπευω
(για φυτά) αυτός που καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, ήμερος («κηπευτὸν σκόρδον», Διοσκ.).

German (Pape)

Adj. verb. zu κηπεύω, im Garten gebaut, Diosc.