κηπεύω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
A rear in a garden, λάχανα, σῖτον, Luc.VH1.34, Herm.in Phdr.p.202 A.:—Pass., Dsc.3.43; τὰ κηπευόμενα garden plants, Arist.PA668a18, Thphr. HP 7.1.1, Gal.6.542; Ἠριδανὸς ὕδασι κ. κόρας, i.e. the Phaethontids, who became poplars, Eub.67.6: metaph., tend, cherish, βόστρυχον E.Tr.1175.
II cultivate like a garden, Thphr. CP4.6.7 (Pass.), Hld.9.4 (Pass.): metaph., vivify, freshen, Αἰδὼς κ. δρόσοις [τὸν λειμῶνα] E.Hipp.78; ὁπόσα ὁ ποταμὸς κ. Philostr.VA2.26.
German (Pape)
[Seite 1432] im Garten Bäume ziehen, Philostr.; pass., Theophr.; τὰ κηπευόμενα, Gartengewächse, Arist. gen. an. 3, 5. – Adj. verb. κηπευτός, im Garten gebau't, Diosc. – Übertr., pflegen; βόστρυχον Eur. Troad. 1175; αἰδὼς ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις Hipp. 78; Eubul. bei Ath. XIII, 568 e.
French (Bailly abrégé)
1 cultiver dans un jardin;
2 cultiver (un terrain) en jardin.
Étymologie: κῆπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηπεύω [κῆπος] in de tuin verbouwen; overdr. koesteren, verzorgen:. Ἀιδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις Schroom verzorgt (de tuin) met het nat uit de rivier Eur. Hipp. 78.
Russian (Dvoretsky)
κηπεύω:
1 взращивать (в саду), разводить (φυτά Luc.; βοτάνας Plut.);
2 растить, тж. холить, лелеять (βόστρυχον Eur.);
3 освежать, орошать (τὸν λειμῶνα δρόσοις Eur.).
Greek Monolingual
(ΑΜ κηπεύω) κήπος
καλλιεργώ κήπο, φυτεύω και καλλιεργώ φυτά σε κήπο, καταγίνομαι στην κηπουρική («λάχανα κηπεύοντες», Λουκιαν.)
αρχ.
1. μτφ. επιμελούμαι, περιποιούμαι, ανατρέφω («ὅv πόλλ' ἐκήπευσ' ἡ τεκοῦσα βόστρυχον φιλήμασίν τ' ἔδωκεν», Ευρ.)
2. μτφ. ζωοποιώ, ζωογονώ («αἰδὼς δὲ ποταμίαισι κηπεύει δρόσοις», Ευρ.)
3. τὰ κηπευόμενα
τα φυτά που καλλιεργούνται σε κήπους.
Greek Monotonic
κηπεύω: μέλ. -σω (κῆπος), καλλιεργώ σε κήπο, σε Λουκ.· μεταφ., ζωοποιώ, ζωογονώ, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
κηπεύω: καλλιεργῶ ἐν κήπῳ, φυτά, λάχανα, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 2. 34, Γαλην.· τὰ κηπευόμενα, τὰ ἐν κήποις καλλιεργούμενα καὶ φυόμενα φυτά, ἥμερα φυτὰ (πρβλ. κηπαῖος), Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 5, 9, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 1, κτλ.· Ἠριδανὸς ἁγνοῖς ὕδασι κηπεύει κόρας, τὰς τοῦ Φαέθοντος θυγατέρας, αἵτινες μετεβλήθησαν εἰς αἰγείρους, Εὔβουλ. ἐν «Ναννίῳ» 1. 6· μεταφ., ἐπιμελοῦμαι, περιποιοῦμαι, βόστρυχον Εὐρ. Τρῳ. 1175. ΙΙ. καλλιεργῶ ὡς κῆπον, Θεόφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 6, 7, Ἡλιόδ. 9. 4· μεταφ., ζωοποιῶ, ζωογονῶ, Αἰδὼς κ. δρόσοις τὸν λειμῶνα Εὐρ. Ἱππ. 78.
Middle Liddell
κηπεύω, fut. -σω κῆπος
to rear in a garden, Luc.: metaph. to tend, cherish, freshen, Eur.