δᾳδώδης

Revision as of 11:31, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

δᾳδώδες, resinous, Thphr. HP 3.9.7, 9.2.5 (Comp.), Plu.2.648d.

Spanish (DGE)

-ες
resinoso de la madera de abeto, Thphr.HP 3.9.7, cf. 9.2.5, Plu.2.651b
de árboles propio para teas Plu.2.648d.

German (Pape)

[Seite 513] ες, kienig, Theophr.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
résineux.
Étymologie: δᾴς, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

δᾳδώδης: горючий, легко воспламеняющийся (φυτά Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δᾳδώδης: -ες, (εἶδος) πλήρης δᾳδὸς ἢ ὅμοιος δᾳδὶ, ῥητινώδης, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 9, 7.

Greek Monolingual

δᾳδώδης, -ες (Α) δας
(για φυτά ή ξύλα) αυτός που περιέχει ρετσίνι.