ψιλῆται
English (LSJ)
οἱ, = οἱ ψιλοί, the light troops, Eust.1222.53; also ψιλής, ῆτος, ὁ, A.Fr.451.
Greek (Liddell-Scott)
ψῑλῆται: οἱ, = οἱ ψιλοί, οἱ ἐλαφρῶς ὡπλισμένοι, Εὐστ. 1222. 53· ὡσαύτως ψιλής, ῆτος, ὁ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 441, πρβλ. γυμνής, ῆτος.