περικνίδιον

Revision as of 11:33, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

[κνῐ], τό, θυμέων περικνίδια stalks or leaves of thyme, AP9.226 (Zon., dub.).

German (Pape)

[Seite 580] τό, ein Theil der Thymianstande, Diod. Zon. 6 (IX, 226), ῥικνόν genannt.

Russian (Dvoretsky)

περικνίδιον: (νῐ) τό стебелек или черешок Anth.

Greek (Liddell-Scott)

περικνίδιον: [κνῐ], τό, ἐν Ἀνθ. Π. 9. 26, θυμέων περικνίδια, πιθ., κλωνάρια ἢ φύλλα θύμου.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλαστός ή φύλλο του φυτού θύμος.