ἐπεγχύτης
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ, cup-bearer, so called by the Hellespontines, Demetr Sceps. ap. Ath.10.425c.
German (Pape)
[Seite 908] ὁ, der Wiedereinschenkende, der Mundschenk, bei den Hellespontiern, nach Ath. X, 425 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεγχύτης: ῠ, ου, ὁ οἰνοχόος, οὕτω καλούμενος παρὰ τοῖς Ἑλλησποντίοις, Δημήτριος ὁ Σκήψιος παρ’ Ἀθην. 425C.