τανυσίσκοπος

Revision as of 11:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

τανυσίσκοπον, far-seeing, Φοιβείη ἀκτίς Poet. ap. Jul.Ep.89.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰνῠσίσκοπος: -ον, ὁ βλέπων μακράν, Ποιητὴς παρ’ Ἰουλιαν. 299C.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που βλέπει μακριά, σε μεγάλη απόσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ- του ρ. τάνυμαι «τεντώνομαι», σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος + -σκοπος (< σκοπός), πρβλ. φιλόσκοπος.