πηλόπλαστος

Revision as of 11:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

πηλόπλαστον, moulded of clay, π. σπέρμα, of a man, A.Fr. 369.

German (Pape)

[Seite 610] aus Thon, Lehm gebildet, σπέρμα, Aesch. frg. 380.

Russian (Dvoretsky)

πηλόπλαστος: созданный из глины, т. е. из праха (σπέρμα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

πηλόπλαστος: -ον, ὁ ἐκ πηλοῦ πεπλασμένος, π. σπέρμα, ἐπὶ τοῦ ἀνθρώπου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 373.

Greek Monolingual

-ον, Α
(σχετικά με τον άνθρωπο) πλασμένος από πηλό..
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + πλαστός (< πλάσσω), πρβλ. κηρόπλαστος].

English (Woodhouse)

fashioned from clay