ἰασπαχάτης
English (LSJ)
[ῐ, χᾶ], ου, ὁ, jasper-like agate, Aët.2.37, Plin.HN 37.139.
German (Pape)
[Seite 1234] ὁ, eine dem Jaspis ähnliche Achatart, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἰασπαχάτης: -ου, ὁ, ἀχάτης ὅμοιος ἰάσπιδι, Ἀέτ. 1. 2, 37, Πλιν. Π. Ν. 37. 54.
Spanish
Greek Monolingual
ἰασπαχάτης, ὁ (Α)
ίασπις που μοιάζει με αχάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίασπις + αχάτης].
Léxico de magia
ὁ jaspe ágata ἐπ' ἰασπαχάτου λίθου γλύψον Σάραπιν προκαθήμενον en una piedra de jaspe ágata graba un Sarapis sentado P V 447 P V 449 P V 457