ίασπις
From LSJ
φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft
Greek Monolingual
ὁ (ΑΜ ἴασπις, ἡ)
πολύτιμος λίθος, αδιαφανής ποικιλία του πυριτικού ορυκτού κερατόλιθος
μσν.-αρχ.
1. οτιδήποτε θάλλει, ανθεί ή ευδοκιμεί («ἡ χλωρίζουσα ἴασπις, τὸν τοῦ εὐαγγελίου δρόμον αἰνίττεται τὸν χλωρίζοντα εἰς ἀεί»)
2. η καθαρότητα, η αγιότητα σαν την λάμψη του λίθου
αρχ.
το φυτό χρυσογόνο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ονομασία λίθου αλλά και φυτού (πιθ. λόγω του χρώματος του) προερχόμενο από τις ανατολικές γλώσσες και συνδεόμενο με εβρ. yašpē. Ως επιστημονικός όρος η λ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγγλ. jasper «ίασπις»)].