φιλοσυνήθης

Revision as of 11:37, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φιλοσυνήθες, loving one's associates, Plu.2.56c, Vett.Val. 40.14, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1286] ες, Umgang, Gesellschaft liebend, Plut. ad. et am. discr. 18.

French (Bailly abrégé)

ης, ες ; gén. εος;
qui aime à se lier, sociable.
Étymologie: φίλος, συνήθης.

Russian (Dvoretsky)

φιλοσυνήθης: общительный (φ. καὶ φιλόστοργος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοσυνήθης: -ες, γεν. εος, ὁ φιλῶν τοὺς συνήθεις, τοὺς ἑταίρους, Πλούτ. 2. 56C.

Greek Monolingual

-ύνηθες, Α
αυτός που αγαπά τις συναναστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + συνήθης «οικείος, φίλος»].