общительный
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
Russian > Greek
ἐπίστροφος, ἐντευκτικός, εὐπρόσοδος, προσήγορος, εὐπροσήγορος, κοινωνικός, ἐπητής, ὁμιλητός, ὁμιλητικός, φιλοπροσήγορος, συνελευστικός, φιλοσυνήθης, εὐκράς