ὁ, = Lat. phaseolus, Edict.Diocl.6.33, 39, prob. for πάσωλος in Glossaria.
ὁ, Α(δ. προφ.) φασίολος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. passiolus, υποκορ. του phasēlus (< φάσηλος «φασόλι»)].