ἑπτάφθογγος

Revision as of 11:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἑπτάφθογγον, seven-toned, κιθάρα E.Ion881 (lyr.); συμφωνία Nicom.Exc.6.

German (Pape)

[Seite 1013] siebentönig, κιθάρα Eur. Ion 881; λύρα Clem. Al.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à sept sons ou cordes.
Étymologie: ἑπτά, φθέγγομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἑπτάφθογγος: семизвучный, т. е. семиструнный (κιθάρα Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἑπτάφθογγος: -ον, ἑπτάφωνος, κιθάρα Εὐρ. Ἴων 881.

Greek Monolingual

ἑπτάφθογγος, -ον (Α)
ο επτάτονος.

Greek Monotonic

ἑπτάφθογγος: -ον, αυτός που αποτελείται από εφτά φθόγγους, επτάφωνος, σε Ευρ.

Middle Liddell

ἑπτά-φθογγος, ον
seven-toned, Eur.