φθέγγομαι

From LSJ

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθέγγομαι Medium diacritics: φθέγγομαι Low diacritics: φθέγγομαι Capitals: ΦΘΕΓΓΟΜΑΙ
Transliteration A: phthéngomai Transliteration B: phthengomai Transliteration C: ftheggomai Beta Code: fqe/ggomai

English (LSJ)

Od.10.228, etc.: A fut. φθέγξομαι Il.21.341: aor. ἐφθεγξάμην, Ep. and poet. φθεγξάμην 18.218, Pi.O.6.14: pf. ἔφθεγμαι, 2sg. ἔφθεγξαι Pl.Lg.830c, 3sg. ἔφθεγκται (trans.) Arist.APo.77a2, (Pass.) Id.Cael.279a23: —utter a sound or voice, esp. speak loud and clear, freq. in Hom., φθεγξάμενος παρὰ νηός Il.11.603, cf. 10.67, al., Pl. R.336b (properly of all animals that have lungs, Arist.HA535a30):
I of the human voice, ἀνθρωπηΐῃ φωνῇ φ. Hdt.2.57; ἀπὸ γλώσσας Pi. l.c.; διὰ τοῦ στόματος Pl.Sph.238b; [ψυχῆς] φθεγξαμένης ἀΐων Xenoph.7.5; φθεγξαμένου τευ ἢ αὐδήσαντος Od.9.497; with a part. expressing the kind of cry, φθέγξομ' ἐγὼν ἰάχουσα Il. 21.341; τοὶ δ' ἐφθέγγοντο καλεῦντες Od.10.229, cf. 12.249; so σφοδρῷ τῷ πνεύματι φ. Archyt.1; φ. μετὰ βοῆς Pl.Lg.791e, etc.; μέγιστον ἁπάντων D.19.206; καλὸν καὶ μέγα ib.216, cf. 337; ἐλεύθερον καὶ μέγα Pl.Grg. 485e; also of weak, small voice, φθεγξάμενος ὀλίγῃ ὀπί Od.14.492; τυτθὸν φθεγξαμένη Il.24.170; of the battle-cry, X.An. 1.8.18; of the recitative of the chorus, Id.Oec.8.3; οὐκέτι πόρρω διθυράμβων φ. Pl.Phdr.238d; οὐδ' ἂν φθέγξασθαι δυνηθείη would not be able to utter a syllable, Isoc.15.192, cf. Pl.R. 368c; opp. silence, X.Mem.4.2.6; εἶτα σὺ φθέγγει..; open your mouth.. ? D.18.283; of children just born, Arist.HA587a27:—Constr.:—c. acc. cogn., utter, ἔπος Hdt.5.106; ἀγέλαστα Heraclit.92; ὀδυρμοὺς καὶ γόους ἀνωφελεῖς A.Pr.34; καίρια S.Ph.862 (lyr.); ἀράς, λόγους, βλασφημίαν, E.Ph.475, Med.1307, Ion 1189; ῥῆμα μοχθηρόν SIG1175.19 (Piraeus, Tab. Defix., iv/iii B. C.); τἀληθῆ Pl.Phlb. 49b; ὑπέρογκα ματαιότητος φ. 2 Ep.Pet.2.18: the pers. addressed added with a Prep., φ. εἰς ἡμᾶς E.Ph.l.c.; πρός τινα Pl.Ion534d; later τισί, Plu.Crass.27; φ. τι περί τινος Isoc.10.13; τὸ φθεγγόμενον, abs., that which uttered the sound, Hdt.8.65.
2 of animals, as a horse, neigh, whinny, Id.3.84,85; of an eagle, scream, X.An.6.1.23; of a raven, croak, Thphr. Sign.16; of a fawn, cry, Theoc.13.62; of birds, opp. ἄφωνοί εἰσι, Arist.HA618a5; ἐν τῷ θέρει ᾄδει [κόττυφος], τοῦ χειμῶνος.. φ. θορυβῶδες ib.632b17; of worms, φ. οἷον τριγμόν Thphr. CP5.10.5; of certain fish, Arist.Fr.300, Opp.H.1.135.
3 of inanimate things, of a door, creak, Ar.Pl.1099; of thunder, X.Cyr. 7.1.3; of trumpets, Id.An.4.2.7, 5.2.14; of the flute, Id.Smp.6.3, Thgn.532; of the lyre, φόρμιγξ φ. ἱρὸν μέλος Id.761, cf. Arist.Metaph.1019b15; of an earthen pot, εἴτε ὑγιὲς εἴτε σαθρὸν φ. whether it rings sound or cracked, Pl.Tht.179d; φ. παλάμῃσι to clap with the hands, Nonn. D. 5.106, cf. AP9.505.17 (dub.).
II = ὀνομάζω, to name, call by name, Pl.R. 527a, Phlb.25c, 34a; τῷ πλέγματι τούτῳ τὸ ὄνομα ἐφθεγξάμεθα λόγον gave it the name of λόγος, Id.Sph.262d; φ. εἴδωλον ἐπὶ πᾶσιν ὡς ἓν ὄν ib.240a; φ. γιγνόμενα speak of things as coming into existence, Id.Tht.157b; καὶ τὸν κύλλαστιν φθέγγου use the word κ., Ar.Fr.257; also τῇ δυνάμει ταὐτὸν φ. have the same meaning, Pl.Cra.394c.
III c. acc. pers., sing, or celebrate one aloud, Pi.O.1.36; also, tell of, recount, θεῶν ἔργα Xenoph.12.1.

German (Pape)

[Seite 1270] dep. med., einen Laut, eine Stimme, einen Ton, Klang von sich geben, die Stimme erheben, bes. die Stimme mit Kraft erheben, laut reden, schreien; bei Hom. immer von der menschlichen Stimme, auch von schwächern Stimmen, ὀλίγῃ ὀπὶ φθεγξάμενος Od. 14, 492; τυτθὸν φθεγξαμένη Il. 24, 170; ἀπὸ γλώσσας ἐφθέγξατο Pind. Ol. 6, 14; χορὸς φθεγγόμενος διὰ στομάτων frg. 138; u. mit dem acc. der Person, laut preisen oder besingen, Ol. 1, 36, wie mit dem acc. der Sache, Etwas ertönen lassen, ausrufen, sagen, ἐφθέγξατο τοιαῦτα P. 8, 58, u. öfter; – Tragg.: φθέγγου χέουσα σεμνὰ τοῖσιν εὔφροσιν Aesch. Ch. 107; πολλοὺς δ' ὀδυρμοὺς καὶ γόους ἀνωφελεῖς φθέγξῃ Prom. 34; βλέπ', εἰ καίρια φθέγγει Soph. Phil. 850; ἀκούεθ', οἷα φθέγγεται O. C. 885; ἀράς, ἃς Οἰδίπους ἐφθέγξατ' εἰς ἡμᾶς Eur. Phoen. 478; Med. 1307 u. oft; ἔπος φθέγγεσθαι, ein Wort ertönen lassen, Her. 7, 103; φθ. φωνῇ ἀνθρωπηίῃ 2, 57; ὅτι ἤδη ἔπη φθέγγομαι Plat. Phaedr. 241 e; γελοίους τοιούτους φάσκων εἶναι τἀληθῆ φθέγξει Phil. 49 b, u. oft. – Vom Kriegsgeschrei der Soldaten beim Anfange der Schlacht, Xen. An. 1, 8,18. – Auch von den Stimmen der Tiere, vom Wiehern des Pferdes Her. 3, 84. 85, vom Adler Xen. An. 6, 1,23; u. von den Tönen der Instrumente, z. B. von der σάλπιγξ, erschallen, 4, 2,7 u. öfter, u. A.; selbst vom Donner, Xen. Cyr. 7, 1,3; φθέγγεσθαι παλάμαις, klatschen, Jac. A. P. p. 580; von der knarrenden Thür, Ar. Plut. 1099; ὁ τρίπους φθέγγεται, vom Orakel, Luc. Phal. 2, 12. – Auch = ὀνομάζω, benennen, beim Namen nennen, Plat. Theaet. 157 b Phil. 34 a Soph. 262 d u. öfter. – Τὸ φθεγγόμενον = ὁ φθόγγος, Her. 8, 65.

French (Bailly abrégé)

f. φθέγξομαι, ao. ἐφθεγξάμην, pf. ἔφθεγμαι, ἔφθεγξαι, ἔφθεγκται, etc.
faire entendre un son, particul. :
I. parler :
1 abs. φθεγξάμενος προσέειπε OD ayant pris la parole, il dit ; φθ. ἔπος HDT faire entendre une parole ; ὀδυρμοὺς καὶ γόους ESCHL des plaintes et des gémissements ; φθ. τινι parler à qqn ; Pass. τὸ φθεγγόμενον HDT la voix entendue;
2 particul. parler d'une voix faible : τυτθόν IL faire entendre un faible son;
3 parler fort : φθ. βοήν EUR pousser un cri;
4 appeler par son nom, nommer, acc.;
II. en parl. d'animaux faire entendre un cri;
III. en parl. de choses faire entendre un son (bruit du tonnerre, son de la trompette, etc.).
Étymologie: R. Φθεγγ, résonner.

Russian (Dvoretsky)

φθέγγομαι: (fut. φθέγξομαι, aor. ἐφθεγξάμην, pf. ἔφθεγμαι - 2 л. ἔφθεγξαι, 3 л. ἔφθεγκται)
1 издавать (звук), звучать (в разных значениях): φ. φωνήν Batr. издавать голос, произносить; οὗτοι μέν εἰσιν ἄφωνοι, ἐκεῖνοι δὲ φθέγγονται Arst. те (птицы) безгласны, эти же издают звуки; ζωγραφία φθεγγομένη ἡ ποίησίς (ἐστιν) Plut. поэзия есть звучащая живопись; ὁ ἵππος φθέγγεται Her. конь ржет; ἀετὸς φθεγγόμενος Xen. клекочущий орел; τὸ θύριον φθεγγόμενον Arph. скрипящая дверь; τὰ φθεγγόμενα σιδήρια Plat. лязгающее железо; βροντὴ ἐφθέγξατο Xen. загрохотал гром; ἡ σάλπιγξ ἐφθέγξατο Xen. прозвучала труба; φθεγγόμενος παλάμης παλμόν Anth. рукоплещущий; (τὰ) τῇ δυνάμει ταὐτὸν φθεγγόμενα Plat. созвучные по значению, т. е. однозначные слова;
2 произносить (ἔπος τι Her.; τοὺς λόγους Eur.; τὰ ῥήματα Plat.): φ. ἔπη Plat. читать эпические произведения; ἐφθέγξατο βοή Eur. раздался крик; τὸ φθεγγόμενον Her. звук, голос; ἐφθέγξαντο πάντες Xen. все издали боевой клич; φ. ὀδυρμοὺς καὶ γόους Aesch. издавать жалобы и вопли: ἀρὰς φ. εἴς τινα Eur. проклинать кого-л.; φ. μετὰ βοῆς Plat. издавать крики; ἑταῖρον προσέειπεν φθεγξάμενος Hom. он крикнул товарищу;
3 говорить (φωνῇ ἀνθρωπηΐῃ Her.): φθεγξάμενος ὀλίγῃ ὀπί Hom. понизив голос; μικρὸν καὶ ἰσχνὸν φ. Luc. говорить тонким пискливым голоском; φ. πρός τινα Plat. и φ. τινι Plut. заговорить с кем-л., обратиться к кому-л.; φ. τι Plat. говорить о чем-л.;
4 называть, именовать: τι φ. τι Plat. называть, что-л. чем-л.; τινὶ τὸ ὄνομα φ. τι Plat. давать чему-л. название чего-л.;
5 воспевать, славить (τινα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

φθέγγομαι: μέλλ. φθέγξομαι· ἀόρ. ἐφθεγξάμην· πρκμ. ἔφθεγμαι, β΄ πρόσ. ἔφθεγξαι Πλάτ. Νόμ. 830C, τὸ γ΄ πρόσ. ἔφθεγκται κεῖται μεταβατικῶς παρ’ Ἀριστ. ἐν Ἀναλυτ. Ὑστ. 1. 10, 8· ἀλλὰ παθητ. παρὰ τῷ αὐτῷ περὶ Οὐραν. 1. 9, 15· ἀποθ. Ἐκπέμπω φθόγγον, φωνήν, ὁμιλῶ δυνατὰ καὶ καθαρά, συχν. παρ’ Ὁμήρ., κυρίως ἐπὶ παντὸς ζῴου ἔχοντος πνεύμονας, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 9, 1· 1) ἐπὶ τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς, Ἡρόδ., κλπ.· φθ. φωνῇ ἀνθρωπηίῃ ὁ αὐτ. 2. 57· ἀπὸ γλώσσης Πινδ. Ο. 6. 21· διὰ τοῦ στόματος Πλάτ. Σοφιστ. 238Β· [ψυχῆς] φθεγξαμένης ἀΐων Ξενοφάν. 6. 5· φθεγξάμενος προσέειπε Ἰλ. Λ. 603, κλπ.· φθεγξαμένου τευ ἢ αὐδήσαντος Ὀδ. Ι. 497· συνημμένον μετοχῇ δηλούσῃ, τὸ εἶδος τῆς φωνῆς, φθέγξομ’ ἐγὼν ἰάχουσα Ἰλ. Φ. 341· τοὶ δ’ ἐφθέγγοντο καλεῦντες Ὀδ. Κ. 229, κ. ἀλλ.· οὕτω, φθ. μετὰ βοῆς Πλάτ. Νόμ. 791Ε, κλπ.· μέγιστον ἁπάντων Δημ. 405. 17· καλὸν καὶ μέγα ὁ αὐτ. 408. 19, πρβλ. 449. 26· ἐλεύθερον καὶ μέγα Πλάτ. Γοργ. 485D· ― ὡσαύτως ἐπὶ μακρᾶς καὶ ἀσθενοῦς φωνῆς, ὀλίγῃ ὀπὶ φθεγξάμενος Ὀδ. Ξ. 492· τυτθὸν φθεγξαμένη Ἰλ. Ω. 170· ― εἶναι δὲ ἐν χρήσει ἐπὶ παντὸς ἤχου τῆς ἀνθρωπίνης φωνῆς· οἷον ἐπὶ τῆς πολεμικῆς κραυγῆς, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 18· ἐπὶ τῆς ἀπαγγελίας τοῦ χοροῦ, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 8, 3, πρβλ. Πλάτ. Φαῖδρ. 238D· συχν. ἐπὶ ῥητόρων, ἴδε ἀνωτ.· ― οὐδὲ φθέγξασθαι δύναται Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδόσ. 205, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 368C· ὅθεν τοὐναντίον τοῦ σιωπᾶν, Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 6· οὕτω, καὶ εἶτα σὺ φθέγγει...; ἀνοίγεις τὸ στόμα σου; Δημ. 320. 2· ἐπὶ βρέφους ἄρτι γεννηθέντος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 10, 4. ― Συντάσσεται: ― μετὰ συστοίχου αἰτ., προφέρω, ὄπα Θέογν. 532· ἔπος Ἡρόδ. 5. 106, κλπ.· ἱερὸν μέλος Θέογν. 761· ὀδυρμοὺς καὶ γόους ἀνωφελεῖς Αἰσχύλ. Πρ. 34· τὰ καίρια Σοφ. Φιλ. 682· ἀράς, λόγους, βοὴν, βλασφημίαν Εὐρ. Φοίν. 475, Μήδ. 1307, Ἰφ. ἐν Ταύρ. 1385, Ἴων 1189· τἀληθῆ Πλάτ. Φίληβ. 49Β κλπ.· ― τὸ πρόσωπον πρὸς ὃ λαλεῖ τις, ἐκφέρεται ἐμπροθέτως, φθ. εἴς τινα Εὐρ. Φοίν. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρός τινα Πλάτ. Ἴων 534D· μεταγεν. ὡσαύτως, τινί, Πλουτ. Κράσσ. 27· ― φ. περί τινος Ἰσοκρ. 210D· ― τὸ φθεγγόμενον, ὃ φθέγγεσθαι ἢ φθεγγομένη φωνή, εἴρεσθαί τε αὐτὸν ὅ,τι τὸ φθεγγόμενον εἴη τοῦτο Ἡρόδ. 8. 65. 2) ἐπὶ ζῴων: π. χ. ἐπὶ ἵππου, χρεμετίζω, ὁ αὐτ. 3. 84, 85· ἐπὶ ἀετοῦ, κλάζω, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 23· ἐπὶ κόρακος, κόραξ πολλὰς μεταβάλλειν εἰωθὼς φωνάς, τούτων ἐὰν ταχὺ δὶς φθέγξηται καὶ ἐπιρροιζήσῃ καὶ τινάξῃ τὰ πτερὰ ὕδωρ σημαίνει Θεοφρ. περὶ Σημ. Ὑδάτ. 1. 16· ἐπὶ νεβροῦ, Θεόκρ. 13. 62· ἐπὶ πτηνῶν, ἀντίθετον τῷ ἄφωνοί εἰσι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 28, 2· ἐν τῷ θέρει ᾄδει κόττυφος, τοῦ χειμῶνος… φθ. θορυβῶδες αὐτόθι 9. 49Β. 1, κ. ἀλλ.· ἐπὶ σκωλήκων, φθ. οἷον τρισμὸν Θεοφρ. περὶ Φυτ. Αἰτ. 5. 10, 5 ἐπὶ ἰχθύων τινῶν, Ἀριστ. Ἀποσπ. 284. 3) ἐπὶ ἀψύχων, οἷον ἐπὶ θύρας, «τρίζω», Ἀριστοφ. Πλ. 1099· ἐπὶ βροντῆς. Ξεν. Κύρ. 7. 1, 3· ἐπὶ σαλπίγγων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 4. 2, 7., 5. 2, 14· ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 6, 3· ἐπὶ τῆς λύρας, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 12, 7· ἐπὶ πηλίνου ἀγγείου, εἴτε ὑγιὲς εἴτε σαθρὸν φθ. Πλάτ. Θεαίτ. 179D· φθ. παλάμαις, κροτεῖν τὰς χεῖρας, Νόνν. Δ. 5. 106, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 505, 17· ― ἐπὶ φωνήεντος, ἔχω τοιοῦτον ἢ ἀλλοῖον ἦχον, Πλάτ. Κρατύλ. 394C. ΙΙ. = ὀνομάζω, καλῶ κατ’ ὄνομα, δίδω ὄνομα, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 527Α, ἐν Φιλήβ. 25C, 34Α· τῷ πλέγματι τούτῳ τὸ ὄνομα ἐφθεγξάμεθα λόγον, ἐδώκαμεν εἰς αὐτὸ τὸ ὄνομα λόγος, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 262D· φθ. εἴδωλον ἐπὶ πᾶσιν ὡς ἓν ὄν αὐτόθι 240Α· κατὰ φύσιν φθέγγεσθαι γιγνόμενα ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 157Β· καὶ τὸν κύλλαστιν φθέγγου, λέγε τὴν λέξιν κύλλαστιν, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 253. ΙΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπου, ἐπαινῶ, ὑμνῶ, ἐξυμνῶ μεγαλοφώνως, Πινδ. Ο. 1, 59.

English (Autenrieth)

fut. φθέγξομαι, aor. ἐφθεγξάμην, subj. φθέγξομαι: utter a sound, speak out, cf. φθογγή, φθόγγος. Since the verb merely designates the effect upon the ear, it may be joined with a more specific word, ἐφθέγγοντο καλεῦντες, called aloud, Od. 10.229, Il. 21.192, ; φθεγγομένου.. κάρη κονίῃσιν ἐμίχθη, while the voice still sounded, Il. 10.457, Od. 22.329.

English (Slater)

φθέγγομαι (fut. φθέγξομαι: aor. ἐφθεγξάμαν, (ἐ)φθέγξατ(ο), ἐφθέγξαντο; φθέγξαιο; φθέγξαι impv.) utter, proclaim c. acc., (αἶνος ὃν) Ἄδραστος μάντιν Οἰκλείδαν ποτ' ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ (O. 6.14) καιρὸν εἰ φθέγξαιο (P. 1.81) τοιαῦτα μὲν ἐφθέγξατ' Ἀμφιάρηος (P. 8.56) c. acc. dupl., σὲ δ' ἀντία προτέρων φθέγξομαι, τότ Ἀγλαοτρίαιναν ἁρπάσαι (O. 1.36) c. acc. & inf., πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ δι- πλόαν νικῶντ' ἀρετάν (N. 5.52) fragg. ]εφθεγξαντο δ' ἐγχώριαι (ἀνεφθέγξαντο G-H.) Πα. 12. 1. δ' οὐδὲν προσαιτέων ἐφθεγξάμαν ἔπι (i. e. ἐπεφθ.?) fr. 177f.

English (Strong)

probably akin to φέγγος and thus to φημί; to utter a clear sound, i.e. (generally) to proclaim: speak.

English (Thayer)

1st aorist participle φθεγξάμενος; (φέγγος (but cf. Vanicek, p. 1176), ΦΑΩ); deponent middle; from Homer down;
1. to give out a sound, noise, or cry; used by the Greeks of any sort of sound or voice, whether of man or animal or inanimate object — as of thunder, musical instruments, etc.; (φθέγγεσθαι denotes sound in its relation to the hearer rather than to its cause; the μέγα λαλῶν is a braggart, the μέγα φθεγγόμενος. is a lofty orator; Schmidt, Syn., chapter 1 § 53).
2. to proclaim; to speak, utter: ὑπέρογκα, ἄδικα, ὑποζύγιον, ἄφωνον ἐν ἀνθρωπίνῃ φωνή φθεγξάμενον, ἀποφθέγγομαι.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ
(λόγιος τ.) μιλώ
νεοελλ.
(με ειρωνική συν. σημ.) λέω κάτι με στόμφο
μσν.-αρχ.
ξεστομίζω («βασιλεῡ κοῖον ἐφθέγξαο ἔπος;», Ηρόδ.)
αρχ.
1. (ιδίως) μιλώ με ένταση, φωνάζω
2. (σπάν.) βγάζω ασθενή φωνή («ὀλίγῃ ὀπῇ φθεγξάμενος», Ομ. Οδ.)
3. (για στρατιώτη) εκβάλλω ιαχή
4. (για χορό) απαγγέλλω
5. δίνω σε κάτι ένα όνομα, ονομάζω («τῷ πλέγματι τούτῳ τὸ ὄνομα ἐφθεγξάμεθα λόγον», Σοφ.)
6. (σχετικά με λέξη) χρησιμοποιώ («καὶ τὸν κύλλαστιν φθέγγου», Αριστοφ.)
7. υμνώ, επαινώ μεγαλόφωνα
8. (για φωνήεν) παράγω έναν συγκεκριμένο ήχο
9. εκθέτω, εξιστορώφθέγγομαι θεῶν ἔργα», Ξεν.)
10. (για ζώα, ιδίως άλογα) χρεμετίζω
11. (για πτηνά, ιδίως αετό ή κόρακα) κράζω
12. (για άψυχα) τρίζω («ἀλλὰ δῆτα τὸ θύριον φθεγγόμενον ἄλλως κλαυσιᾷ», Αριστοφ.)
13. (για σάλπιγγα, αυλό ή λύρα) ηχώ
14. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ φθεγγόμενον
αυτὸ το οποίο λέγεται ή η φωνή που παράγεται
15. φρ. «φθέγγομαι παλάμαις»
(στην ποίηση) χειροκροτώ (Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. άγνωστης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει έρρινο ένθημα -γ-, χαρακτηριστικό διαφόρων λ. που δηλώνουν ήχους (πρβλ. κλα-γ-γή, ῥέ-γ-κω, στρί-γ-ξ κ.λπ.). Οι συνδέσεις του ρ. με τα αρχ. σλαβ. zvego «άδω» και ρωσ. zujagu «γαβγίζω», με το χεττιτ. zankila- «τιμωρώ» ή με το λιθουαν. spengti «στριγγλίζω, βουίζω, προσκρούουν σε μορφολογικές κυρίως δυσχέρειες].

Greek Monotonic

φθέγγομαι: μέλ. φθέγξομαι, αόρ. αʹ ἐφθεγξάμην, παρακ. ἔφθεγμαι·
I. 1. βγάζω ήχο ή φωνή, ιδίως μιλάω δυνατά και καθαρά, σε Όμηρ. κ.λπ.
2. λέγεται για ζώα, ιδίως για το άλογο, χλιμιντρίζω, σε Ηρόδ.· λέγεται για τον αετό, κρώζω, σε Ξεν.· χρησιμοποιείται για το κοράκι, κράζω, σε Θεόκρ.
3. χρησιμοποιείται για άψυχα πράγματα, όπως για την πόρτα, τρίζω, σε Αριστοφ.· λέγεται για τον κεραυνό, ηχώ, σε Ξεν.· λέγεται για μουσικά όργανα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. = ὀνομάζω, ονομάζω, αποκαλώ με το όνομα, σε Πλάτ.
III. με αιτ. προσ., εξυμνώ κάποιον μεγαλοφώνως, εγκωμιάζω, σε Πίνδ.

Middle Liddell

I. to utter a sound or voice, esp. to speak loud and clear, speak, Hom., etc.
2. of animals, as a horse, to neigh, whinny, Hdt.; of an eagle, to scream, Xen.; of a fawn, to cry, Theocr.
3. of inanimate things, of a door, to creak, Ar.; of thunder, to sound, Xen.; of musical instruments, Il.
II. = ὀνομάζω, to name, call by name, Plat.
III. c. acc. pers. to celebrate one aloud, extol, Pind.

Frisk Etymology German

φθέγγομαι: {phthéggomai}
Forms: Aor. φθέγξασθαι, Fut. φθέγξομαι (seit Il.), Perf. ἔφθεγμαι, 2. sg. ἔφθεγξαι usw. (Pl., Arist. u.a.),
Grammar: v.
Meaning: einen Laut von sich geben, tönen, die Stimme erheben, rufen, reden.
Composita: sehr oft m. Präfix, z.B. προσ-, ἀπο-, ἐπι-, ὑπο-,
Derivative: Davon 1. φθέγμα (πρόσ-, ἀπό- usw.) n. Laut, Stimme, Schrei, Ausspruch (Pi., att.) mit -ματικός (ἀπο-, ἐπι-) tönend (hell. u. sp.). 2. φθέγξις (ἀνά-, ἐπί-, πρό-) f. Äußerung, Rede (Hp., sp.). 3. φθεγκτός aussprechbar (Plu.), öfter und früher in Kompp.. z.B. ἄφθεγκτος unaussprechbar, nicht ausgesprochen, lautlos (B., A. usw.); -τικός tönend (Max. Tyr.); προσ- ~ -τήριος anredend, begrüßend (Poll.). 4. φθόγγος m. (seit Il.), auch φθογγή f. (ep. poet. seit Il.) Schall, Laut, Stimme; sehr oft als Hinterglied, z.B. λιγύφθογγος mit helltönernder Stimme (ep. poet. seit Il.), σύμ-, ἀντίφθογγος (: συμ-, ἀντιφθέγγομαι) einstimmig bzw. widerhallend (A. bzw. Pi.); davon φθογγάριον n. Pfeife, -άζομαι = φθέγγομαι (Pi. u.a.). — Ausführlich über φθέγγομαι u. Verw. Fournier Les verbes "dire" 228ff., s. auch Diehl RhM 89, 81ff. über synonyme Wörter.
Etymology: Regelmäßig ausgebautes System mit Nasalierung wie in κλαγγή, κλάγξαι u. a. (vgl. Schwyzer 692). — Nicht sicher erklärt. Nach Merlingen Μνήμης χάριν 2, 58 (mit Durante) zu aksl. zvęgǫᾄδειν’, russ. zvjagú, zvjágatь bellen, kläffen, lit. žvéngiu, žvéngti wiehern usw. (WP. 1, 642, Pok. 490f.), semantisch ansprechend, aber lautlich unsicher. Abzulehnen W. Petersen Mél. Pedersen 472 f.: zu heth. zankila- ‘bestrafen, jmdm. eine Buße auferlegen’. Älterer Versuch von Fick 13, 831 (auch Curtius 704 u. Prellwitz): zu lit. speñgti von den Ohren noch klingen, gellen, gellenden Lärm machen, summen, schwirren, ebenfalls mehr semantisch als lautlich überzeugend (vgl. Kretschmer KZ 31, 439; zu den lit. Wörtern noch Fraenkel s. spiñgti).
Page 2,1012

Chinese

原文音譯:fqšggomai 弗田哥買
詞類次數:動詞(3)
原文字根:說出 相當於: (דָּבַר‎)
字義溯源:說出*,說,說話,清楚的聲音,講論;類似 (φέγγος)=壯麗, (φημί)=說明。參讀 (ἀγγέλλω) (ἀποκρίνομαι)同義字
同源字:1) (ἀποφθέγγομαι)發表 2) (φθέγγομαι)說出 3) (φθόγγος)發聲
出現次數:總共(3);徒(1);彼後(2)
譯字彙編
1) 他們說(1) 彼後2:18;
2) 說話(1) 彼後2:16;
3) 講論(1) 徒4:18

Mantoulidis Etymological

(=μιλῶ δυνατά καί καθαρά). Σκοτεινή ἡ ἐτυμολογία του. Θέμα φθεγ+j+ομαι → φθέγγομαι, καί μέ ἑτεροίωση φθογ-. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: φθεγκτός, ἄφθεγκτος, φθέγμα, ἀπόφθεγμα, ἐπίφθεγμα (=ἀπειλή), παράφθεγμα (=λάθος), φθεγματικός, ἀποφθεγματικός, ἀποφθεγματικῶς, φθέγξις (=φωνή, προφορά), ἐπίφθεγξις, φθογγή, φθόγγος, ἄφθογγος (=ἄλαλος).

Lexicon Thucydideum

edere vocem, to utter a cry, 7.70.6, 7.71.4.