συμπιλητικός

Revision as of 11:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

συμπιλητική, συμπιλητικόν, apt to compress or close, πόρων Ti.Locr.100e.

German (Pape)

[Seite 987] ή, όν, = συμπιλωτικός; τὸ ψυχρὸν συμπιλατικὸν πόρων ἐστί Tim. Locr. 100 c.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ συμπιλῶ
επιτήδειος ή κατάλληλος για σύνθλιψη ή κλείσιμο («τὸ δὲ ψυχρὸν παχυμερέστερον καὶ συμπιλατικὸν πόρων ἐστί», Τιμ. Λοκρ.).

Russian (Dvoretsky)

συμπῑλητικός: дор. συμπῑλᾱτικός 3 уплотняющий, сжимающий (τὸ ψυχρόν Plat.).