σύνθλιψη
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
η / σύνθλιψις, -ίψεως, ΝΜΑ συνθλίβω
συμπίεση, ζούληγμα
νεοελλ.
τσαλάκωμα
μσν.
μτφ. μεγάλη θλίψη, έντονη στενοχώρια.