αἰθήεσσα, αἰθήεν, (αἴθω) = αἰθαλόεις II.2, Nic.Al. 394.
-εσσα, -ενrojizo ἐχῖνος Nic.Al.394, ἐρυθροῦ καὶ πυρροῦ κατὰ τὴν σάρκα Sch.ad loc.
αἰθήεις: εσσα, εν, (αἴθω) = αἰθαλόεις, ΙΙ. 2. Νικ. Ἀλεξ. 394.
ἐχῖνος Nic. Al. 394, feuerrot.