τό, Dim. of δόρυ, shaft of a hook or probe, Heliod.(?)ap. Orib.47.17.5.
[Seite 659] τό, dim. zu δόρυ, Oribas.
δορύδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ δόρυ, Ὀρειβάσ. 161 Cocch.