σοφισματώδης

Revision as of 11:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

σοφισματώδες, sophistical, Arist.Top.158a35, Procl.in Prm.p.954 S.

German (Pape)

[Seite 914] ες, einem σόφισμα ähnlich, Arist. top. 8, 3 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

σοφισμᾰτώδης: похожий на софизм, софистический (τὰ ἐπιχειρήματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σοφισμᾰτώδης: -ες, σοφιστικός, πλήρης σοφισμάτων, Ἀριστ. Τοπ. 8. 3, 1.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σόφισμα, -ίσματος]
(για συλλογισμό) αυτός που έχει πολλά σοφίσματα, γεμάτος με σοφίσματα.