βραχυγνώμων

Revision as of 11:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

βραχυγνώμον, gen. ονος, of small understanding, X. Eq.Mag.4.18 (Comp.).

Spanish (DGE)

-ον
de corta inteligencia τὰ βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία X.Eq.Mag.4.18.

German (Pape)

[Seite 462] ον, von kurzem, beschränktem Verstande, compar. Xen. Hipp. 4, 18.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
d'intelligence courte.
Étymologie: βραχύς, γνώμη.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχυγνώμων: 2, gen. ονος обладающий небольшим разумом (βραχυγνωμονέστερα ἀνθρώπου θηρία Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχυγνώμων: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον νοῦν, ὀλιγόνους, βλάξ, Ξεν. Ἱππαρχικ. 4, 18.

Greek Monolingual

βραχυγνώμων, ο (Α)
ο περιορισμένης αντιλήψεως και συνεκδοχικά αυτός που δεν καταλαβαίνει και πολύ, ο λιγόμυαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βραχύς + γνώμη].

Greek Monotonic

βρᾰχυγνώμων: -ον, αυτός που έχει λίγο μυαλό, βραχύ νου, σε Ξεν.

Middle Liddell

of small understanding, Xen.