μονομήτωρ

Revision as of 11:41, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

Dor. μονομάτωρ [ᾱ], ορος, ὁ, ἡ, bereft of a mother, E.Ph.1517 (lyr.).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui n'a plus sa mère.
Étymologie: μόνος, μήτηρ.

Russian (Dvoretsky)

μονομήτωρ: дор. μονομάτωρ, ορος (ᾱ) adj. m лишившийся матери, осиротевший Eur.

Greek (Liddell-Scott)

μονομήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἐστερημένος μητρός, μονομάτορος ὀδυρμοῖς ἐμοῖς, τοῖς ὀδυρμοῖς ἐμοῦ τῆς μονομήτορος, Εὐρ. Φοίν. 1517.

Greek Monolingual

μονομήτωρ, -όρος, ιων. τ. μουνομήτωρ, δωρ. τ. μονομάτωρ, ο (Α)
ορφανός από μητέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -μήτωρ (< μήτηρ), πρβλ. θεομήτωρ].

Greek Monotonic

μονομήτωρ: Δωρ. -μάτωρ, -ορος, ὁ, ἡ, (μήτηρ), αυτός που έχει στερηθεί τη μητέρα του, σε Ευρ.

Middle Liddell

μονο-μήτωρ, δοριξ -μάτωρ, ορος, ὁ, ἡ, μήτηρ
reft of mother, Eur.